- ξυλοσχίστης
- ξῠλο-σχίστης, ου, ὁ,A one who splits wood, Ptol.Tetr. 179.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος … Dictionary of Greek
ξυλοσχίστας — ξυλοσχίστᾱς , ξυλοσχίστης one who splits wood masc acc pl ξυλοσχίστᾱς , ξυλοσχίστης one who splits wood masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοσκίστης — ο βλ. ξυλοσχίστης … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek